ανασκίρτημα

ανασκίρτημα
το , ανασκίρτηση [-ις (-εως)] η вздрагивание; трепетание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανασκίρτημα" в других словарях:

  • ανασκίρτημα — το, ατος και ανασκίρτηση, η ελαφρό αναπήδημα από κάτι ευχάριστο ή δυσάρεστο (είδηση, γεγονός κτλ.): Στο αντίκρισμα του ξενιτεμένου αδελφού του ένιωσε ένα ανασκίρτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασκίρτημα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανασκιρτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασκιρτώ. Η λ. στον πληθ., ανασκιρτήματα, τα, μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικόλαου Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»